- παροίτατος
- παροίτατοςbeforemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… … Dictionary of Greek
παροιτάτωι — παροιτάτῳ , παροίτατος before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)